Η εκκωφαντική ησυχία πάνω από την πόλη

Είναι τρομακτική αυτή η σιωπή τη νύχτα στην εποχή του κορονοϊού.

Είμαι από τους ανθρώπους που σχολάω από τη δουλειά μου τα μεσάνυχτα και «τρέχω» να γυρίσω σπίτι πριν τις 00.30, για να μην με σταματήσουν για έλεγχο και πρέπει να εξηγώ για ποιο λόγο είμαι έξω και πότε σχόλασα και «να, εδώ είναι η βεβαίωση του εργοδότη μου» και άλλα τέτοια. Άσχημο το συναίσθημα της απαγόρευσης κυκλοφορίας 00.30 - 05.00, μοιάζει και δεν μοιάζει με την ανοιξιάτικη καραντίνα: τότε στέλναμε SMS και βγαίναμε για περπάτημα ή για τρέξιμο, βγάζαμε βόλτα το σκύλο, ό,τι ώρα και να ήταν. Τώρα;

Τώρα κάθομαι στο μπαλκόνι όταν γυρίζω σπίτι και τρομάζω με την απόλυτη ησυχία - δεν είναι αυτή η ησυχία που σε ηρεμεί, αυτή που ξέρεις και καταλαβαίνεις ότι απλά ο κόσμος είναι σπίτι του και αράζει και ξεκουράζεται από επιλογή, αλλά επειδή αναγκάζεται. Είναι μια ησυχία «κακιά», είναι μια σιωπή εκκωφαντική, είναι ένας φόβος και μια αγανάκτηση και μια οργή που απλώνεται πάνω από την πόλη, που σπάει μόνο από το μηχανάκι κάποιου ντελιβερά που κάνει, αραιά και πού, ένα τελευταίο δρομολόγιο…

 

 

Ένα από τα πράγματα που πάντα γούσταρα στην Αθήνα όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, ήταν η ζωντάνια αυτής της πόλης: είναι η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται. Όποιος έχει ζήσει στο εξωτερικό ή έχει ταξιδέψει αρκετά το καταλαβαίνει: στις περισσότερες πόλεις του κόσμου, τα πάντα «κοιμούνται» μετά τις 11 ή τα μεσάνυχτα, για να βρεις κάτι της προκοπής να φας για παράδειγμα ή ακόμα και για να πεις ποτό μια καθημερινή πρέπει να γράψεις αρκετά χιλιόμετρα και να ξέρεις τις καβάντζες. Εδώ, στην Αθήνα, τα πράγματα ήταν πάντα αλλιώς: μπορούσες πάντα στις 3 το πρωί ας πούμε, να βρεις «κανονικό φαγητό». Να πας να φας γλυκό ή να πεις καφέ. Να αράξεις σε κάποιο μαγαζί που έμενε ανοιχτό 24/7, να μιλήσεις με κόσμο, να συναντήσεις γνωστούς. Να βρεις μίνι-μάρκετ και να αγοράσεις περίπου ό,τι θες. Ακόμα και στην «εποχή Παπαθεμελή», όπου τα μπαρ και τα κλαμπ έκλειναν στις 2, ξεφύτρωσαν διάφορα «επαναστατικά αφτεράδικα», που μπορούσες να πας να πεις ποτάρες στις 3 και στις 4, κάτι το οποίο - πέρα από τη «γραφικότητα» και την υπερβολή, είχε την πλάκα του και την αίσθηση της «παρανομίας».

«Γίναμε Ευρώπη» αλλά με μια λάθος, σχεδόν στρεβλή έννοια. Γίναμε (ή θα γίνουμε) αυτοί που θα κοιμόμαστε πιο νωρίς, θα βγαίνουμε λιγότερο ή καθόλου, θα καταπνίγουμε την επιθυμία που μας ήρθε στη 1 τα ξημερώματα να πάρουμε το κορίτσι, να μπούμε στο αμάξι και να πάμε μια βόλτα στη Βάρκιζα ή απλά να πεταχτούμε εδώ γύρω να φάμε μια κρέπα. Δεν εξετάζω την ορθότητα ή τη χρησιμότητα των μέτρων, δεν είμαι ούτε λοιμωξιολόγος ή επιστήμονας ή πολιτικός για να κρίνω, φαντάζομαι ότι έτσι «έπρεπε» να γίνει, ακόμα κι αν διαφωνώ εγώ, εσύ, η πλειοψηφία ή η μειοψηφία. Αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να «τρομάζω» απ΄αυτή τη σιωπή κάθε βράδυ, που σε αγριεύει, σχεδόν σε αρπάζει από τα μούτρα.

 

 

Και δεν μπορώ να μη σκέφτομαι τι είδους «κουσούρια» θα μας αφήσει όλη αυτή η περιπέτεια, όταν με το καλό περάσει. Θα επανέλθουμε στις συνήθειές μας, ή θα μας πάρει η «μπάλα»; Θα ξαναγίνουμε όπως ήμασταν ή θα έχουμε μετατραπεί σε κάτι διαφορετικό, που καμία σχέση δεν θα έχει με το χθες ή το προχθές; Θα γίνουμε «εντελώς Ευρωπαίοι» ή θα διατηρήσουμε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της φυλής μας (καλά και κακά) που μας έκαναν πάντα να ξεχωρίζουμε, για τους σωστούς ή τους λάθος λόγους, από «τον σωρό»; Ψάχνω μπας και ακούσω κάποια απάντηση, αλλά αυτή η ρημάδα η σιωπή δεν με βοηθά...

 



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved