Στιφάδο, δάκρυα κι ιδρώτας…

Προσθέτουμε στο ψαρονέφρι λίγο αλάτι, δυο βουρκωμένα μάτια και μια συγκινητική ιστορία κι είναι έτοιμη η νοστιμιά.

Καταρχάς να ξεκαθαρίσω ότι είμαι μεγάλος φαν του Master Chef, από καταβολής Master Chef. Και γουστάρω πολύ τη «νέα σύνθεση», όπως μας συστήθηκε από πέρυσι, με ΚοντιζάΙωαννίδηΚουτσόπουλο. Για μένα, μαζί με τους coaches του «Voice», είναι η ομάδα με την καλύτερη χημεία, τη σωστή δόση πλάκας, τα πειράγματα που δεν «ξεχειλώνουν» και δεν «καπελώνουν» τους κανόνες και την έννοια του «παιχνιδιού». Και από τηλεοπτική ομάδα, γίνεται κάτι σαν παρέα. Παρέα οι τρεις τους, παρέα για το τηλεοπτικό κοινό που παρακολουθεί. Και κάπου εδώ θα βάλω ένα μεγάλο «αλλά»:

 

master chef 2018 759x500

 

Η μαγειρική (πρέπει να) είναι χαρά

Γιατί κάθεται ο μέσος τηλεθεατής να δει ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα όπως το Master Chef; Προφανώς όχι για να κοπιάρει συνταγές, να μάθει να «μπλανσάρει» ή να βάλει στην καθημερινότητά του γκουρμεδιές, όπως ορτύκια με βερίκοκα και τραχανότο με κουρκουμπίνια ξερωγώ. Το βλέπει για να χαλαρώνει, να περνάει καλά, να «οσμίζεται» τα φαγητά που βλέπει στην τηλεόραση την ώρα που τρώει τη μακαρονάδα του (και για κάποιον περίεργο λόγο του φαίνεται κάπως πιο νόστιμη), για να δει υποψήφιους μάγειρες να διαγωνίζονται και να δημιουργούν πιάτα σε συγκεκριμένο χρόνο, με συγκεκριμένα υλικά, μέσα από συνεργασίες και συνθήκες ανταγωνισμού. Δεν είναι ανάγκη να μαγειρεύεις ή να ξέρεις να μαγειρεύεις για να απολαμβάνεις ένα πρόγραμμα σαν το Master Chef, όπως δεν χρειάζεται να είσαι πορνοστάρ για να βλέπεις πορνό ή να παίζεις τένις για να βλέπεις τον Τσιτσιπά ή να οδηγείς με 250 χιλιόμετρα για να βλέπεις Formula 1. Το φαγητό, το μαγείρεμα, τα γλυκά, τα τηγάνια και οι φούρνοι, είναι πράγματα που μόνο χαρά προσφέρουν ή πρέπει να προσφέρουν, ευχάριστες σκέψεις κι ένα καλοδεχούμενο γουργουρητό στο στομάχι – η μοναδική «αγωνία» που ανέχεσαι όταν βλέπεις την εκπομπή, είναι αν θα προλάβει ένας παίκτης να τελειώσει το πιάτο μέσα στην προβλεπόμενη ώρα ή αν ξέχασε να προσθέσει κανένα υλικό.

 

 

Και το «Reality» τι κάνει εδώ;

Έλα μου ντε… Στο ξεκίνημα του παιχνιδιού, εκεί όπου οι κριτές δίνουν τις ποδιές για να περάσουν οι καλύτεροι στην επόμενη φάση, παίζει πολύ μελό. Αλλά πολύ… Δύσκολα παιδικά χρόνια, μπούλινγκ, ρατσισμός, ορφάνια, κλάμα, κακουχίες, απ’ όλα. Αρκετοί από τους διαγωνιζόμενους έχουν μια ιστορία να διηγηθούν, συνήθως δυσάρεστη, γεμάτη δυσκολίες και βλέπουν τη μαγειρική σαν μια διέξοδο, σαν ένα παράθυρο μέσα από το οποίο θα δουν την όμορφη πλευρά της ζωής. Πολύ καλά ως εδώ, αλλά προσοχή στις λεπτομέρειες: τη «μαγειρική». Όχι απαραίτητα την «τηλεοπτική μαγειρική». Διότι κανονικά, το να μαγειρεύεις και μόνο, αρκεί για να γαληνέψει την ψυχή σου, το να μάθεις 5 ή 10 ή 100 πράγματα από τρεις καταξιωμένους σεφ, κανονικά θα ήταν παραπάνω από αρκετό. Αλλά όχι, τελικά δεν είναι. Διότι αυτό που καταλαβαίνω εγώ, είναι ότι οι περισσότεροι ψάχνουν για «καριέρα», για «μούρη», για να γίνουν γνωστοί, για να μαγειρεύουν του χρόνου σε κάποιο πρωινάδικο, πράγματα απόλυτα θεμιτά από τη μια, αλλά καμία σχέση με τη μαγειρική και τη χαρά που προσφέρει στην ψυχή ενός ανθρώπου.

 

MasterChef 4

 

Ω Ανδρέα Μικρούτσικε, πού είσαι;

Πολύς κόσμος συγκινήθηκε, ταυτίστηκε, δάκρυσε και σχολίασε μερικές από τις ανθρώπινες ιστορίες που ξεδιπλώθηκαν πάνω από το τσουκάλι – η ιστορία του γλυκύτατου Αφγανού νομίζω ότι άγγιξε τους περισσότερους. Χωρίς να είμαι κανένας γάιδαρος ή κανένας αναίσθητος τύπος, εμένα δεν «μου μίλησε» όπως συνέβη με ένα σωρό από εσάς – όχι διότι δεν ήταν μια συγκινητική και βαθιά ανθρώπινη ιστορία, αλλά κυρίως διότι «τράβηξε» υπερβολικά πολύ. Σαν μίνι – ταινία. Κυριάρχησε το reality έναντι της εκπομπής μαγειρικής, κοίταζα δεξιά – αριστερά στο σαλόνι μου μήπως πεταχτεί από κάπου η Ζήνα Κουτσελίνη, άκουγα θορύβους στην κουζίνα και έτρεμα μήπως κρύβεται πίσω από το ψυγείο η Βίκυ Χατζηβασιλείου. Με κάθε σεβασμό στις καλές αυτές κυρίες και άψογες επαγγελματίες, είναι άλλο πράγμα αυτό που κάνουν και άλλο ένας διαγωνισμός μαγειρικής – όπως δεν θα ήθελε η κυρία Βίκυ κάποιος να τηγανίζει κεφτέδες στο πλατό της ή η κυρία Ζήνα να σερβίρεται αποδομημένο καταϊφι στο πάνελ της την ώρα που παρουσιάζει μια δακρύβρεχτη ιστορία, έτσι κι εγώ δεν θα ήθελα να βλέπω «πινελιές» από τις εκπομπές τους σε έναν μαγειρικό διαγωνισμό – ή έστω θα ήθελα να βλέπω μόνο «πινελιές» και όχι να κυριαρχεί αυτό το στοιχείο σε ένα πρόγραμμα όπως το Master Chef.

 

 

Ένας αποδομημένος επίλογος 

Ξέρω πως όταν αρχίσει το «κυρίως πιάτο» του Master Chef, το ίδιο το παιχνίδι και όλοι εμείς, θα επικεντρωθούμε στη μαγειρική. Στο διαγωνιστικό κομμάτι, στις χύτρες και τα ζαρζαβατικά. Η επιλογή όμως κάποιων από τους παίκτες, θα έχει γίνει περισσότερο με συναισθηματικά κριτήρια και λιγότερο με μαγειρικά. Αν αυτοί «πουλάνε» περισσότερο, τότε θα μπουν στην εικοσάδα έναντι κάποιων άλλων που μπορεί να μαγειρεύουν καλύτερα, αλλά συγκινούν λιγότερο. Κι αυτό είναι κομματάκι άδικο, όχι μόνο γι’ αυτούς που θα μείνουν «στην απόξω» αλλά και γι’ αυτούς που θα μπουν με βασικό τους όπλο τις ιστορίες που κουβαλάνε: θα διαπιστώσουν γρήγορα ότι οι ιστορίες δεν φτιάχνουν όμορφα πιάτα, ούτε «σταματούν το χρόνο» για να προλάβουν να τελειώσουν στην ώρα τους τη συνταγή. Αλλά από την άλλη, ποιος νοιάζεται, αν τα νούμερα είναι καλά; Αυτά μένουν την επόμενη μέρα και όχι τα φαγητά – αυτά μέχρι τότε, τα έχεις φάει και τα έχεις χωνέψει…



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved