Ήταν Τετάρτη απόγευμα και εγκατέλειπα -επιτέλους- το γραφείο με ύφος νικητή, μετά από ένα οκτάωρο που περισσότερο θύμιζε… μαραθώνιο, με τη διαφορά πως αντί για φούτερ φορούσα πουκάμισο και ήμουν καθιστός καθόλη τη διάρκεια.
Κατευθυνόμενος από το γραφείο στο σπίτι, με το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί, άρχισε να παίζει ένα τραγούδι που ξέρω από παλιά στο ράδιο. Αναρωτήθηκα ποιος μπορεί το 2019 να επιμένει να ακούει το «What I’ve got» των Sublime, πόσο μάλλον να το παίζει απροκάλυπτα στο ράδιο, και σιγομουρμουρίζοντάς το, πάρκαρα το αυτοκίνητο, ανέβηκα σπίτι και κλείνοντας την πόρτα, «βούλιαξα» στον καναπέ και το μακρινό παρελθόν μου.
Το «What I’ ve got» των Sublime, μαζί με εκατοντάδες ακόμη coming of age κομμάτια που μεγάλωσαν… γερά παιδιά, συνέθεσαν το soundtrack που συνόδευε τη θρυλική χρονιά των 18 μου. Τότε που ρόλαρα ακόμη σε τέσσερα πολύχρωμα ροδάκια, φορούσα το πιο σκειτάδικο καπέλο που υπήρχε σε όλη την Αθήνα και μου το είχε φέρει ένα ξάδερφός μου από την Αμερική, τον κολλητό μου το Γιώργο τον φώναζα ακόμη Jojo και είχα έναν κρίκο περασμένο στη μύτη. Τότε που για να βγει μαζί σου ένα κορίτσι, αρκούσε να της αφιερώσεις ένα kick flip και για να απολαύσεις άνευ όρων μία παγωμένη Heineken με το Jojo, πήγαινες κάτω από το μπαλκόνι του σπιτιού του και φώναζες το όνομά του. Λίγο πριν με πάρουν τα κλάματα για τα χαμένα χρόνια της αθωότητας, έστειλα το κομμάτι στο Γιώργο γράφοντάς του στο μήνυμα: «Πότε θα πάμε για καμία μπίρα ρε Jojo;». Δεν πέρασε μία ώρα από τη στιγμή που μου απάντησε με ένα τηλεφώνημα και λίγο μετά, χτύπησε του κουδούνι του σπιτιού μου, έχοντας στην αγκαλιά του μία σακούλα γεμάτη φαινομενικά «πράσινες» αλλά πρακτικά… μπλε.