Τι θα έλεγες στον πιτσιρικά από την Αργυρούπολη αν είχες προλάβει να πιεις μια μπίρα μαζί του;

Ο Χρήστος Μπαρούνης το επιχειρεί κι ας είναι πια αργά.

«Κάθεται κάποιος εδώ; Μπορώ να καθίσω λίγο δίπλα σου;

Καλά εγώ κάθομαι.

Θα μου πεις το όνομά σου; Να ξέρω σε ποιον μιλάω. Δεν έχω καμία ιδιαίτερη λόξα να μου το πεις αν δεν θες. Απλά δεν αντέχω άλλο να ακούω σκόρπιες απρόσωπες κουβέντες για έναν "15χρονο από την Αργυρούπολη" που δεν γνώρισα ποτέ. 

Σκέφτηκες ποτέ με πόσες λέξεις μπορείς να συμπληρώσεις αυτή τη φράση; Καλύτερα μην μου πεις το όνομά σου. Απλά συμπλήρωσε το "ένας 15χρονος από την Αργυρούπολη, που....". Πού;

Δώσε εσύ τη συνέχεια για καθετί που σε χαρακτηρίζει. Εσένα, τον χαρακτήρα σου, την προσωπικότητά σου, τους γύρω σου, τη ζωή σου, τα όνειρά σου. 

Δεν θες να παίξουμε αυτό το παιχνίδι; Οκ...

Θα μου μιλήσεις έστω; Έλα, πες μου, γιατί κάθεσαι μόνος σου. Σε παρακολουθώ εδώ και ώρα που κοιτάς το άπειρο. Τι σκέφτεσαι; Σίγουρα κάτι σκέφτεσαι. Τα βρίσκεις καλύτερα με τον εαυτό σου; Βάζω στοίχημα ότι και με αυτόν θυμώνεις. Ίσως περισσότερο απ' ό,τι με τους άλλους. 

Σκέφτεσαι να ήσουν πιο δυνατός, ε; Να μπορούσες να τον αντιμετωπίσεις. Να τους αντιμετωπίσεις. Όσοι κι αν είναι. Κάνεις εικόνες με το μυαλό σου; Να έρχονται για μία ακόμη επίδειξη ανδρισμού, για μια τζούρα ψευτομαγκιάς, κι εσύ να μεταμορφώνεσαι σε σούπερ ήρωα, που τους αιφνιδιάζει, τους αποκρούει, τους τρέπει σε φυγή. Και βρίσκει ικανοποίηση, δικαίωση, αντρική επιβεβαίωση στα πανηγυρικά βλέμματα των φίλων κάθε φύλου που παρακολουθούν. 

Καταλαβαίνω. Όλοι μας τα έχουμε σκεφτεί κάτι τέτοια. Κι όχι μόνο με ξύλο.

Να κεράσω μια μπίρα; Δεν θα το μάθουν οι δικοί σου, στο υπόσχομαι. Αυτό, δεν πειράζει και να μην το μάθουν. 

Ξέρω είσαι μικρός, μαλακία μου. Ξέχασα ότι είσαι 15. Εγώ είμαι 30. Για φαντάσου. Έχεις δίπλα σου δύο φορές τη ζωή σου. Και σκέψου ότι κι εμένα νέο με φωνάζουν ακόμα οι μεγάλοι.

Κάπου εκεί στα 15 πρέπει να ήμουν όταν ήπια την πρώτη μου μπίρα και έκανα το πρώτο ομαδικό τσιγάρο με κάτι συμμαθητές μου. Θυμάμαι εκείνες τις πρώτες τζούρες, το πρώτο φύσημα της δικής μου ψευτομαγκιάς που έβγαλα από τα σωθικά μου.

Τι να γίνανε άραγε εκείνα τα παιδιά;

Θυμάμαι ένα από αυτά, πόσο άσχημα το είχα προσβάλει μία φορά, για τα μεγάλα του αυτιά. Είχαν γελάσει όλοι με το έξυπνο αστείο μου. Ήταν μια όμορφη μέρα για μένα. Ήταν μια αστεία ατάκα. Σίγουρα θα έπαιξε κάποιο ρόλο για να μπω στο πενταμελές της τάξης μου, δεν θα έπαιξε; Αφού όλοι είχαν γελάσει μαζί μου και μαζί του. Μέχρι και το ίδιο το παιδί με τα μεγάλα αυτιά. Δεν είμαι σίγουρος αν ήταν γέλιο βέβαια. Πιο πολύ με αμήχανο χαμόγελο μου φάνηκε. Αλλά τουλάχιστον δεν χάλασε το κομμάτι μου.

Τον είδα λίγο αργότερα στην τουαλέτα, να κοντοστέκεται για κάμποση ώρα μπροστά από τον νιπτήρα. Είδα και το όνομά του μερικά χρόνια αργότερα σε μία λίστα, μερικές θέσεις πάνω από το δικό μου. Ποτέ μου δεν μπόρεσα να ερμηνεύσω το συναίσθημα που ένιωσα όταν διαπίστωσα ότι πέρασε στη σχολή που δεν κατάφερα να περάσω εγώ. Μια δεκαετία αργότερα τον έψαξα στο facebook. Στη φωτογραφία προφίλ του, χαμογελούσε μέχρι τα μεγάλα του αυτιά, κρατώντας τον νεογέννητο γιο του και δίπλα του, μία πανέμορφη κοπέλα, να τους χαζεύει με ένα ταλαιπωρημένο αλλά και περήφανο χαμόγελο.

Θυμάμαι και έναν άλλο συμμαθητή μου. Αν και προτιμώ να μην τον θυμάμαι. Ήταν ο μόνος που χάλαγε την μανιώδη μου καθημερινή προσπάθεια να ανεβάζω τις μετοχές της δημοτικότητάς μου στο σχολείο. Μία φορά με ξεφτίλισε. Κι όχι μόνο με ξεφτίλισε, αλλά και με τραυμάτισε. Με προκάλεσε να παίξουμε ένα παιχνίδι, εγώ δέχτηκα την πρόκληση σαν μία ευκαιρία να τον κερδίσω στο μπρα ντε φερ της ματαιοδοξίας μας και να τον εκτοπίσω. Μου την είχε στημένη, μου έβαλε τρικλοποδιά, έπεσα, χτύπησα το κεφάλι μου, έπαθα διάσειση.

Όταν πήγα στο σπίτι, είπα στους γονείς μου ότι χτύπησα στις σκάλες. Την επόμενη μέρα ο διευθυντής του σχολείου, που είχε μάθει από κάποιο άλλο παιδί τι είχε γίνει, με φώναξε στο γραφείο του. Όταν με ρώτησε πού κέρδισα αυτό το μαυρισμένο στρογγυλό παράσημο στο μάτι μου, του είπα ότι έπεσα στις σκάλες. Λίγες ημέρες μετά, το παιδί εκείνο τραυμάτισε και έναν άλλο συμμαθητή και φίλο μου, αναγκάζοντάς τον να αλλάξει σχολείο. Δεν τον ξαναείδα ποτέ. Μακάρι να μην είχα πει ότι έπεσα στις σκάλες. 

Δεν ξέρω γιατί δεν το είπα. Θα ντρεπόμουν μην μου κολλήσουν την εικόνα του ρουφιάνου στο σχολείο. Θα ήθελα να το παίξω κουλ. Γι' αυτό και το άφησα να περάσει. Κοιτάζοντας τον ευατό μου από εδώ που κάθομαι, μετανιώνω που δεν είπα την αλήθεια. Ίσως εκείνος ο φίλος μου να μην είχε χτυπηθεί, να μην είχε αλλάξει σχολείο. 

Θύμωσα πολύ τότε. Θυμώνω και τώρα. Θυμώνω κάθε φορά που με θυμάμαι να σκουπίζω τα αίματα από το κεφάλι μου, μπροστά στον ίδιο νιπτήρα που κοντοστεκόταν εκείνο το παιδί με τα μεγάλα αυτιά και τις κρυφές πληγές.

Πες μου ποιος σε πείραξε. Θες να πάμε να τους βρούμε; Να τους τσακίσουμε; Τι θες να κάνουμε; Κάτι πρέπει να κάνουμε. Θα τους αφήσουμε έτσι; Σε κάποιους να το πούμε. Να μην τους αφήσουμε να μας κερδίσουν. Ας τους νικήσουν άλλοι για εμάς έστω. Έστω αυτό. Έστω για σήμερα. 

Άκου τι θα κάνουμε. Ας αφήσουμε άλλους να νικήσουν σήμερα για εμάς. Κι ας δώσουμε ραντεβού σε αυτό εδώ το σημείο, σε 15 χρόνια από σήμερα. Να ξαναβρεθούμε  με μπίρες, με χαμόγελα και με πολλές ιστορίες. 

Να θυμηθούμε τα χρόνια που περάσανε, να διηγηθούμε ιστορίες, να μου πεις για τις σπουδές σου, τις παρέες σου, τα ταξίδια σου, τις εμπειρίες σου, τα σχέδιά σου, τη δουλειά σου, να μου μιλάς, να μου μιλάς, να μου μιλάς, όπως δεν μου μιλάς τώρα. 

Και κάπου στο τέλος, να χαζογελάσουμε με εκείνα τα μικρά ανόητα αλητάκια που μια μέρα κερδίσαμε όταν δεν τα αφήσαμε να γίνουν μεγάλα εμπόδια στην πορεία της ζωής μας.

Μου το υπόσχεσαι;

Εγώ θα είμαι πάλι εδώ. Όπως τώρα. Αρκεί να με αφήσεις. Αρκεί να μου μιλήσεις. 

Μακάρι να την είχαμε πιει νωρίτερα αυτή τη μπίρα. Μακάρι με κάποιο τρόπο να είχαμε μιλήσει...

 

Ακολουθήστε τον Χρήστο Μπαρούνη στο Facebook  



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved