Η υπέροχη ιστορία ενός Αλεξιπτωτιστή που δεν πούλησε ποτέ «παπάτζα»

Ο Ντίνος Ρητινιώτης μοιράζεται (με παλιούς, νέους και με όσους παρουσιάζονται το Φεβρουάριο) ένα σκηνικό που σημάδεψε τη θητεία του.

«Γιατί Ειδικές Δυνάμεις; Στρατόκαυλος;». Αυτή είναι μια ερώτηση που θα την ακούσεις θες-δεν θες αν έχεις επιλέξει να υπηρετήσεις στα ΛΟΚ, στα Αλεξίπτωτα, ως Αμφίβιος. Το τι θα απαντήσεις, αφορά εσένα και την ψυχούλα σου. Βασικά, αφορά τον ίδιο τον πυρήνα της προσωπικότητάς σου. Κι αυτό γιατί μια τέτοια επιλογή μπορεί πράγματι να δείχνει πολλά για τον εαυτό σου. Δύσκολα επιλέγει κανείς αυτόβουλα να θητεύσει ένα 9μηνο, 12μηνο, 18μηνο κάτω από στριμόκωλες συνθήκες τη στιγμή που έχει την επιλογή να τα περάσει ζωή και κότα σε κάποια μονάδα του Πεζικού, της Αεροπορίας ή ακόμα καλύτερα του Ναυτικού. Οπότε, ναι. Η θητεία στις Ειδικές Δυνάμεις είναι μια επιλογή που σηκώνει μεγάλη κουβέντα και δικαιολογημένα ρωτούν όσοι ρωτούν.

Αδικαιολόγητα, όμως, βάζουν αδιακρίτως την ταμπέλα του «Στρατόκαυλου» σε όσους έκαναν το φανταρικό τους με ένα μπέργκιν στην πλάτη, με χιονοπέδιλα στα πόδια, με ανέβα και κατέβα σε ένα κάποιο φουσκωτό. Στην συνομοταξία των ειδικοδυναμιτών κρύβονται πολλές ανθρωποφυλές: φωνακλάδες δήθεν κομανταραίοι και αντράκια πιο ήρεμα κι από τον Βουγιούκα, φουσκωτοί και πλαδαροί, πιτσιρικάδες που το αίμα τους βράζει και τριαντάρηδες φουλ συνειδητοποιημένοι. 25χρονοι που κυνηγούν τα μόρια για να καβατζωθούν επαγγελματικά και 25χρονοι που ψάχνουν απλώς να ζήσουν την εμπειρία εκείνη με την απολυτότητα της σιγής κάθε που φουσκώνει ο θόλος από το αλεξίπτωτο. Κρύβονται, επίσης και διάφορα είδη πολιτικής απόχρωσης: εθνίκια της παπάτζας αλλά και τύποι που θεωρούν πως ξεχρεώνουν μέρος από το χρέος τους στην πατρίδα έτσι όπως πρέπει. Απολιτίκ ντυμένοι στα χακί, αυτοί είναι και οι περισσότεροι.

Ο αναρχικός που γνώρισα σε εκείνη τη γωνιά του Ασπρόπυργου, μπορεί να σας ακούγεται σύντομο ανέκδοτο, αν μπορούσατε όμως να ξοδέψετε πέντε λεπτά με τον συγκροτημένο του εγκέφαλο, είναι βέβαιο πως θα αναθεωρούσατε. Κάθε καρυδιάς καρύδι, λοιπόν...

 

 

 

Ανθρωπογεωγραφία στοπ

Προσωπικά στράφηκα στον πράσινο μπερέ γιατί ήθελα να με τεστάρω. Να δω κατά πόσο μπορώ να επενδύσω ένα χρόνο της ζωής μου σε κάτι που θεωρούσα ότι είχε να μου δώσει πραγματάκια συγκριτικά με τις εναλλακτικές μιας πιο mainstream θητείας. Εννιά χρόνια μετά την απόλυσή, ο απολογισμός είναι περίεργος, καθώς μέσα στις 2 Μοίρες Αλεξιπτωτιστών είδα κι έζησα διάφορα, άλλα θετικά κι άλλα αρνητικά. Σε κάθε περίπτωση, είμαι βέβαιος πως η επένδυσή μου, απέδωσε. Το προσωπικό τεστ-στοίχημα βγήκε εις πέρας με επιτυχία, απολύθηκα, συνεχίζω τη ζωή μου. 

Μερικές ημέρες πριν παρουσιαστεί μια ακόμη σειρά στα Κέντρα Εκπαίδευσης της χώρας κι αφού το συζήτησα με τα παιδιά στο γραφείο, βρίσκω την ευκαιρία να γράψω κάτι σχετικό με τη θητεία μου. Κάτι βιωματικό, με πρωταγωνιστή όχι τα μούτρα μου, αλλά μια σειρούλα μου. Νομίζω πως η ιστορία του έχει να δώσει πολλά περισσότερα στους πιτσιρικάδες εκείνους που έχουν αποφασίσει να περάσουν τη θητεία τους στο Μάλεμε και στον Ασπρόπυργο

 

animation

 

Τον έλεγαν Γιώργο Γκ. Τον είδα πρώτη φορά σε μια κοινή σκοπιά που κάναμε ένα βράδυ στην 2α Μ.ΑΛ., στην πλευρά του στρατοπέδου που κοιτάζει προς την Αθηνών-Κορίνθου. Τα ζευγάρια της σκοπιάς εκείνο το διάστημα αποτελούνταν από έναν παλιό της Μοίρας και έναν νέο της Σχολής που συστεγάζονται στο ίδιο στρατόπεδο.

Εκείνος ήταν ο νέος. Αν δεν μπορούσες να το καταλάβεις από τη γλώσσα του σώματός του, τις διστακτικές του κινήσεις και το ψιλοχαμένο του βλέμμα, αρκούσε εκείνη η πρώτη ατάκα που μου έριξε μετά τις αρχικές συστάσεις: «Ρε φίλε δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω να πηδήξω από την πόρτα. Φοβάμαι πολύ!».

 

Όλοι μας φοβόμασταν. Απλά κανείς δεν είχε διανοηθεί να το φωνάξει:

 

 

Πόσο μάλλον σε έναν άγνωστο, σε έναν παλιό, σε εμένα, που θα μπορούσα να είμαι ένας από εκείνους που θα τον έδιναν φόρα παρτίδα σε όλο το στρατόπεδο. Εκείνος, όντας μερικές μονάχα μέρες στον Ασπρόπυργο, μου το ξεστόμισε εύκολα ψάχνοντας να ακούσει προφανώς κάτι παρηγορητικό. Του το έδωσα προσπαθώντας να του εξηγήσω πως το 'χουν κάνει τόσοι, θα τα καταφέρει κι αυτός, αλλά ο φόβος του αντί να καταλαγιάζει, φαινόταν πως μεγάλωνε. Γιατί το ένα, πώς το άλλο, τι θα γίνει αν δεν ανοίξει το αλεξίπτωτο, αν μπλεχτεί ο θόλος του με κάποιον άλλο, αν σπάσει κάνα πόδι στην προσγείωση, αν, αν, αν...

Νομίζω πως παρά τα όσα συζητήσαμε κατά τη διάρκεια εκείνης της σκοπιάς, από το ένα μπήκαν και από το άλλο βγήκαν. Νομίζω πως τον είδα σε κάποια στιγμή να τρέμει. Είμαι σίγουρος πως σκέφτηκα ότι είναι ακατάλληλος για άλμα. Σχεδόν σοκαρισμένος μπροστά στην εικόνα της πτώσης, να λέει και να ξαναλέει ότι φοβάται. Μια λέξη σχεδόν απαγορευμένη μέσα σε εκείνα τα στρέμματα γης που ξεχείλιζαν από ματσό συμπεριφορές και αντριλίκι επιτηδευμένο, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε ένας που να μην τη νιώθει οικεία.

 

 

Ο ωραίος της 2ας Μ.ΑΛ.

Μερικές εβδομάδες αργότερα άκουσα τα νέα: στην πρώτη πτώση της Σχολής Αλεξιπτωτιστών, λέει, εκείνης που φιλοξενούσε τότε τη σειρά 302, ένα παλικάρι ξεμύτισε από το C-130 και μια ριπή ανέμου τον έστειλε στη θάλασσα. Στην εκπαίδευση μάς είχαν δείξει ότι σε ένα τέτοιο απίθανο ενδεχόμενο, οφείλουμε να κάνουμε συγκεκριμένα βήματα απεμπλοκής από το αλεξίπτωτο και τον περιττό εξοπλισμό έτσι ώστε να τον ξεφορτωθούμε την κατάλληλη στιγμή και να πέσουμε στο νερό με συντροφιά το όπλο μας. Θυμάμαι τότε πώς γελούσαμε και λέγαμε μεταξύ μας ότι αν τύχει το απίθανο, θα έχουμε νεκρούς καθότι εκείνη τη στιγμή απαιτείται καθαρό μυαλό. Πόσο καθαρό μυαλό να έχεις, ρε συ, όταν βλέπεις το ενδεχόμενο του πνιγμού μερικά δευτερόλεπτα μακριά; Ο Γιώργος Γκ., εκείνος που έτρεμε σαν ψάρι μπροστά μου στη σκοπιά, όχι μόνο είχε πεντακάθαρο το μυαλό του, αλλά απόλαυσε και 10-20 μέρες τιμητική από τον διοικητή για την πετυχημένη του απεμπλοκή και πτώση.

Δεν έχω μεγαλύτερο πρότυπο από τη συνολική μου θητεία. Ο Γιώργος Γκ., εκείνο το σκυλί που δεν γάβγιζε αλλά δάγκωσε τη στιγμή ακριβώς που έπρεπε, έρχεται να μου θυμίζει αραιά και που πως σημασία δεν έχει το τι δηλώνεις ότι είσαι (με αμετροέπεια συνήθως), αλλά το τι πραγματικά λέει η ψυχούλα σου. Η δική του προφανώς, έλεγε πολλά περισσότερα από όσα άφηνε να καταλάβεις το φοβισμένο του μάτι και το τραύλισμα στην πρώτη μας γνωριμία. Μάγκας γιατί μίλησε όταν έπρεπε και όχι όταν κοκορευόταν με παπάτζα μπροστά από τη φωτογραφία στην είσοδο του στρατοπέδου, της οποίας η λεζάντα με στόμφο αναφέρει «Έρχονται όσοι θέλουν, μένουν όσοι μπορούν». Μπόρεσε μπροστά στο ακατόρθωτο. Ειδικοδυναμίτης πραγματικός. 

* Για τον Θόδωρο Πρεβεζάνο.

Ακολουθήστε τον Ντίνο Ρητινιώτη στο Facebook



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved