Bigstock Ερωτική εξομολόγηση στα «Τρία Αδέλφια»

Ανήμερα Τσικνοπέμπτης ο Κώστας Βαϊμάκης στέλνει αγαπησιάρικη επιστολή στην ταβέρνα της γειτονιάς του.

Για κάποιους η Τσικνοπέμπτη είναι μια μέρα που βγάζουν τα πιο άγρια ένστικτά τους πάνω στο «τσιτσί». Που κάνουν ασχήμιες. Που κάνουν αίσχη. Που κάνουν πράγματα που θα ντρέπονται μια μέρα να πουν στα παιδιά τους. Που φτάνουν στα όρια του εμφράγματος. Που τρώνε σαν να μην υπάρχει αύριο, παρόλο που προχθές, είχαν φάει σαν να μην υπάρχει χθες. Είναι μια μέρα που την τιμούν οι Έλληνες με μεγαλύτερη ευλάβεια από κάθε Καθαρά Δευτέρα, κάθε Κυριακή του Πάσχα και κάθε 25η Μαρτίου. Είναι «Η Μητέρα Όλων των Μαχών» και ο Πατέρας και ο Θείος από το χωριό. Κι ας μην έχει καμία πραγματική σημασία, ας είναι μια ακόμα μέρα μέσα στη βδομάδα που κάνουν όργια με το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου: το παϊδάκι, το λουκάνικο, τη μπρι(τ)ζόλα, τη πανσέτα.

Η Τσικνοπέμπτη είναι ιεροτελεστία, είναι μυσταγωγία, είναι η Γιορτή των Γιορτών, αλλά είναι και ταλαιπωρία. Καλά, δεν λέμε αν δεν έχεις κλείσει έγκαιρα και τρέχεις τελευταία στιγμή σαν την Άναμπελ όταν την κυνηγούσε ο Βόγλης με τα μύγδαλα, να βρεις κάπου να τρουπώσεις. Εκεί φτάνει περίπου στα επίπεδα του μαζοχισμού και ψυχαναγκασμού μαζί, «πρέπει να πάω κάπου να φάω ο κόσμος να χαλάσει». Αλλά και να έχεις κανονίσει, πάλι παίζει να τραβήξεις τα Πάθη του Χριστού: κίνηση στους δρόμους. Δυσκολία να παρκάρεις. Στριμωξίδι στο τραπέζι. Αργούν να σε σερβίρουν. Κάτι άψητο θα έρθει, κάτι καμένο θα έρθει, κάτι δεν θα έρθει καθόλου. Καθυστερήσεις. Μυρωδιές που θα ποτίσουν όλο σου το «είναι» και ρούχα που πρέπει να πετάξεις στον κλίβανο όταν πας σπίτι. Τέτοια πράγματα, δύσκολα, θα σε βρουν το βράδυ της Τσικνοπέμπτης.

Για τους νόμους της Τσικνοπέμπτης τα έχουμε πει. Τα έχεις διαβάσει;

Υπάρχει φυσικά εναλλακτική. Υπάρχει λύση. Μέσα στα πόδια σου. Κάτω από τη μύτη σου. Στη γειτονιά σου. Λίγα μέτρα από το σπίτι σου. Υπάρχει ο δικός σου άνθρωπος. Ο αδελφός. Το στήριγμά σου σε κάθε δύσκολη στιγμή, κάθε πεινασμένο βράδυ, κάθε ανάγκη σου. Υπάρχει το Σουβλατζίδικό σου. Σουβλατζι – δικό σου. Δικό σου. Αυτός που δεν σε εγκατέλειψε ποτέ. Που έστειλε το παιδί μέσα στη θεομηνία για να μην μείνεις εσύ νηστικός. Μέσα στο κρύο. Τη βροχή. Που έκλεισε αλλά όταν τον πήρες έβαλε πάλι τη φωτιά να καίει για σένα. Που σου είπε «σήμερα θα πάρεις αυτό». Και το πήρες. Και δεν το μετάνιωσες. Που σου έστειλε δώρο τυροκαυτερή, διότι την έφτιαξε μόλις και ήθελε ΕΣΥ να τη δοκιμάσεις και να του πεις γνώμη. Που σε κέρασε Κόκα – Κόλα Λάιτ, διότι προσέχει τη διατροφή σου κατά βάθος. Κυρίες και κύριοι, το παρόν κείμενο δεν είναι μια Ωδή στην Τσικνοπέμπτη. Είναι μια Ωδή στο σουβλατζίδικο της γειτονιάς. Στον καλύτερο φίλο που είχες ποτέ. Σ’ αυτό, που αποκαλώ με το κωδικό όνομα:

 

«Τα Τρία Αδέλφια»

Δεν έχει σημασία πώς το λένε το σουβλατζίδικο της γειτονιάς, αν λέγεται «Τρία Αδέλφια», «Τάκης», «Ηρωικό Σούλι» ή έχει κανένα νεοφιλελέ όνομα, τύπου «ο Γύρος του Κόσμου» ή «Γυροβολιά» ή κάτι άλλο. Αφενός, σε κάθε γειτονιά υπάρχει ή οφείλει να υπάρχει τουλάχιστον ένα σουβλατζίδικο που λέγεται «Τα Τρία Αδέλφια». Αφετέρου, αυτό το όνομα, περικλείει όλη τη σοφία, όλη την αγάπη, τη μαστοριά και το μεράκι γύρω από το κρέας. Τα «Τρία Αδέλφια», τα κάθε «Τρία Αδέλφια» είναι η χαρά της ζωής. Ο φάρος μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ο γιατρός δια πάσαν νόσον και κάθε μαλακία, ο φίλος, ο σύντροφος, ο συνοδοιπόρος. Είναι παράλληλα μια κοινωνική παρατήρηση: δεν είναι απαραίτητο να είναι όντως τρία αδέλφια που δουλεύουν στα «Τρία Αδέλφια», αλλά αν παρατηρήσετε προσεκτικά, υπάρχουν τρεις κεντρικές φιγούρες, τρεις Θεσμοί, τρεις μυθικές μορφές, που δεσπόζουν στο μαγαζί. Και ο καθένας παίζει τον δικό του, σημαντικό ρόλο, στο σπουδαίο έργο που διαδραματίζεται καθημερινά. Ας τους δώσουμε τα κωδικά ονόματα «Θανάσης», «Τάκης» και «Μήτσος».

 

animation 1

 

Ο Θανάσης

Είναι ο «Μάστερ – Ψήστερ». Δεν λέει πολλά, αλλά μιλάει με πράξεις. Είναι συνήθως κλειστός άνθρωπος και εσωστρεφής, διότι είναι αυτός που ξεκινάει από νωρίς να ψήνει και η ζέστη έχει καψαλίσει μέχρι και τις τρίχες από την ψυχή του. Κοιτάζει το παϊδάκι και καταλαβαίνει από τον όψη μέχρι τι ζώδιο ήταν το ζωντανό, τι ωροσκόπο είχε και αν πέθανε επώδυνα ή όχι. Μαρινάρει με την ίδια ευκολία που εμείς σηκώνουμε το τηλέφωνο για να παραγγείλουμε, ανάβει φωτιά με την ίδια ταχύτητα που εμείς ανάβουμε τσιγάρο, είναι «βαρύς» κι έχει μόνιμα ένα ποτήρι μπύρα μπροστά του, που με κάποιον αδιόρατο τρόπο μοιάζει να μην αδειάζει ποτέ, παρότι πίνει συνέχεια. Είναι αυτός που του συγχωρείς το γεγονός ότι περνάει το χέρι του από το ιδρωμένο του κούτελο πριν πιάσει την πίτα, με τη σκέψη ότι «έλα μωρέ, στους 100 βαθμούς ψοφάνε τα μικρόβια», ενώ αρνείσαι να μπεις καν στη διαδικασία να σκεφτείς πού μπορεί να είχε το χέρι του πριν πιάσει τη ντομάτα, αν είναι μακρινός ξάδελφος του Γιοακίμ Λεβ και γιατί πρέπει να καπνίζει και να πέφτουν οι στάχτες (δίπλα στην πίτα σου; μέσα;), την ώρα που ετοιμάζει το βραδινό σου. Τον αγαπάς όμως το μπαγάσα και ξεπερνάς όλα, διότι το σουβλάκι του δεν παίζεται.

 

Ο Τάκης

Είναι ο ανθυπο-Θανάσης. Δεν θα γίνει Θανάσης ποτέ, αλλά ξέρει πολλά από τα μυστικά του ψησίματος. Είναι πάντα σε δεύτερο ρόλο, αλλά αν ο μεγάλος αδελφός Θανάσης παίρνει το Όσκαρ Α’ Αντρικού, ο Τάκης είναι ο Εντ Χάρις του μαγαζιού κι έχει χαλαρά στην τσέπη το Όσκαρ Β’ Αντρικού. Αφανής ήρωας, ξυπνάει νωρίς, πάει για τα ψώνια στον χασάπη, λερώνει τα χέρια του με αίμα, κοιμάται λίγο, τροφοδοτεί το Θανάση με πίτες και αναλώσιμα όποτε χρειαστεί, είναι πιο εξωστρεφής από το μεγάλο του αδελφό και στα ρεπά του Θανάση, αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο για ένα βράδυ και δίνει ρεσιτάλ. Σημαντικός ο ρόλος του, δεν θα λάβει ποτέ την αναγνώριση που του αξίζει, αλλά στις καρδιές μας είναι τόσο σημαντικός όσο τα αμορτισέρ στο αυτοκίνητο: δεν τα βλέπεις, δεν είναι τιμόνι ή συμπλέκτης ή λεβιές ταχυτήτων, αλλά χωρίς τα αμορτισέρ είχες εξασφαλισμένο ένα ραντεβού με το γκρεμό.

 

Ο Μήτσος

Είναι ο μικρότερος από τα «Τρία Αδέλφια». Ο πιο PR-ιτζής, ο χαβαλές, ο ευχάριστος, αυτός που χαιρετάει τους πελάτες, τους ξέρει με το μικρό τους όνομα και κάνει κονσομασιόν, πηγαίνοντας στο τραπέζι (όχι στα γόνατά τους) και κερνώντας μπύρες. Έχει την ευθύνη του ταμείου, μπορεί να βάλει και κανένα 20άρικο στην τσέπη, τα αδέλφια του το ξέρουν, αλλά όσο είναι 20άρικο και όχι 100άρι για να παίξει Μπρομαποϊκάρνα διπλό για θάνατο, όλα είναι καλά. Είναι μετρ του στοιχήματος, λάτρης των γυναικών και ψεύτης μεγαλύτερος από ψαρά, κυνηγό και Πινόκιο μαζί. Αλλά όλοι τον αγαπάνε διότι λέει ωραία ανέκδοτα, γελάει δυνατά και είναι έξω καρδιά. Αν για κάποιο λόγο λείψουν μια μέρα τα άλλα «Δυο Αδέλφια», το μαγαζί δεν θα ανοίξει ποτέ ή αν ανοίξει, για εκείνο το βράδυ θα είναι απλά μπυραρία, με στοιχηματικές αναλύσεις, ιστορίες από το στρατό και γκόμενες.

 

sddff

 

Τα «Τρία Αδέλφια», λοιπόν, αυτή η όαση μέσα στην έρημο, είναι το δικό σου απάγκιο. Και αυτή τη μέρα, μπορείς είτε να το επισκεφτείς και να γιορτάσεις την Τσικνοπέμπτη με την «οικογένειά» σου, είτε να αράξεις σπίτι με την παρέα σου, να πάρεις ένα τηλέφωνο και να πεις: «Αδελφέ, έχω παρέα στο σπίτι και θέλουμε να φάμε. Θα μας φτιάξεις;» Θα σε φτιάξουν. Θα σε κάνουν μάγκα. Ούτε να παραγγείλεις δεν θα χρειαστεί. Πες τους απλά πόσα άτομα θα είστε και άστο πάνω τους.

Θανάση, Τάκη, Μήτσο, σας ευχαριστώ που υπάρχετε. Για μένα, για όλους εμάς, δεν είστε απλά ένα γαμάτο σουβλατζίδικο. Δεν είστε μόνο αυτοί που θα μας ταΐσετε αυτή την ευλογημένη μέρα. Είσαι η Τσικνοπέμπτη και ο Βαλεντίνος μαζί. Είστε ο Τσικνοντίνος μου. Ο Θεός να μας κόβει φακές και να σας δίνει πίτες. Γκαντ μπλες γιου ολ.      



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved