Έτσι θα ζούσα τη συναυλία του Gallagher στη Νέα Φιλαδέλφεια το '81

Ένας συντάκτης γράφει για τη συναυλία που πήγε 3 χρόνια πριν γεννηθεί.

Ο Νίκος ο Ψηλός μου το είχε σφυρίξει: «Τα’μαθες ρε μαλάκα, έρχεται ο Rory στην Αθήνα». Εγώ τον κοίταζα σαν χαζός. «Ποιος;» απάντησα, δεν πήγαινε το μυαλό μου. Μετά το πήρα χαμπάρι και ούρλιαξα «Πότε;». «12 Σεπτέμβρη» μου είπε για να πιαστούμε αγκαλιά και να αρχίσουμε να χοροπηδάμε σαν τρελοί.

Θυμάμαι ήταν Ιούλιος του 1981. Μόλις είχα τελειώσει τα εντατικά φροντιστήρια για την 3η Δέσμη. Έμπαινα τρίτη Λυκείου και μπροστά μου πανελλήνιες, άγχος, ανασφάλεια και δέκα εκατομμύρια ώρες διάβασμα.

Πήγαμε κάτω από το μπαλκόνι του Διονυσάκη του Χοντρού και του φωνάζαμε τα μαντάτα. Η μάνα του μας έλεγε να σκάσουμε γιατί το παιδί διαβάζει. Καφετέριες, πλατείες, πειρατικά ραδιόφωνα και εφηβικά δωμάτια είχανε πάρει φωτιά εκείνες τις μέρες.

Θα ζούσαμε τη νύχτα της ζωής μας.

Τα απογεύματα αράζαμε στο δώμα του Ψηλού: φραπές, τσιγάρο, μπύρες, το «Tattoo'd Lady» στο πικ-απ να παίζει για ώρες και εμείς να τραγουδάμε με τα λίγα «αγγλικούλια» που ξέραμε τότε. Περνούσε καμιά βόλτα και το Μαρινάκι και ο Νίκος την κοίταζε λες και ήταν κάποιος άγγελος που ξέπεσε στη γη.

Ο χοντρός, ο Διονυσάκης, ερχότανε σκαστός γιατί δεν τον άφηνε η μάνα του· αυτός έπρεπε να μπει πολυτεχνείο. Ο πατέρας του Ψηλού έλειπε, είχε φύγει χρόνια τώρα από τη ζωή, η μάνα του δούλευε όλη μέρα, μόνο ο θείος του ο Μίμης ήταν εκεί· αριστερός με εξορίες, μας έκανε τώρα κήρυγμα για την «ΑΛΛΑΓΗ» που θα έφερνε ο Ανδρέας.

eisitirio synaulias

Όταν έφτασε η μεγάλη μέρα, έβαλα το καρό πουκάμισο, γύρισα μανίκια και πέταξα πάνω μου το τζιν μπουφάν, αυτό με τα καβατζωμένα Marlboro στην τσέπη για να μην τα βρίσκει η μάνα μου. Ήρθε και με πήρε ο Χοντρός και περάσαμε από του Ψηλού. Ήτανε σκοτεινιασμένος, τον είχε χωρίσει το Μαρινάκι.

Στη διαδρομή από τη Νέα Σμύρνη για το γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας η ατμόσφαιρα μύριζε ροκ και μπαρούτι μαζί. Τόσοι μαλλιάδες μαζί στα ίδια λεωφορεία δεν πρέπει να είχανε μαζευτεί στην Αθήνα ποτέ ξανά. 

kosmos

Είχαμε κατεβάσει κάτι μπύρες και ήμασταν καβάλα στο freedom. Όταν φτάσαμε η εικόνα θύμιζε διαδήλωση και «αρχίζει το ματς, αδειάσαν οι δρόμοι» μαζί. Τσαμπατζήδες πηγαινοέρχονταν σα λύκοι, ψάχνοντας τρόπο να μπουν στο μαντρί. Αστυνομία παντού και βλέμματα που κόβανε σα γυαλί.

Εμείς σπρωχνόμασταν στις εισόδους, περιμέναμε να μπούμε για να αρχίσει η τελετή. Θέλαμε να φτάσουμε όσο πιο κοντά γίνεται, μήπως και ακουμπάγαμε τον ήρωάς μας, τον άνθρωπο που λατρεύαμε σαν τρελοί. Τον Rory που ήτανε ο λαϊκός ροκάς, δεν ήταν χίπης, ούτε το έπαιζε σούπερ σταρ. Ήτανε ο ροκάς που θέλαμε να γίνουμε όταν μεγαλώσουμε. Να παίξουμε τα δικά του σόλα στη Stratocaster. Να μπούμε στα ρούχα του και να γίνουμε αυτός.

Το μάτι του ψηλού κάπου πήρε τον Τζίμη.  Τον μάγκα του σχολείου, τον καρεκλά που κάτι είχε κάνει παλιά με το Μαρινάκι. «Θα τον γαμήσω τον ξεφτίλα» είπε δυνατά. Ο χοντρός ο Διονυσάκης τα είχε χρειαστεί από όλο το σκηνικό και μου έλεγε να τον ηρεμήσω.

Ξεκινάει τότε με το «Shinkicker» ο Rory και η τρίχα κάγκελο. Μια μάζα από ανθρώπους τρελούς να ζει την πιο μεγάλη της στιγμή. Η καύλα είχε πιάσει κόκκινο. Αλλού πατούσες και αλλού βρισκόσουν. Μπύρες χυμένες και ιδρωτίλα. Ουρλιαχτά και κλωτσιές. Φωνές, αγκαλιές, σπρωξίδια, βρισίδια και αγάπη το ίδιο δευτερόλεπτο. Όλοι ένα και όλοι μαζί και χώρια.

Ανάβανε τα δακρυγόνα σαν σπίρτα, το ένα μετά το άλλο, λαμπάδες μέσα στην ομίχλη. Η φάση αγρίευε πολύ. Απόψε κανείς δε θα μας σταματούσε, απόψε η νύχτα ήταν δική μας, απόψε μας χάριζε τη λευτεριά μας ο Rorry ο Gallagher από την Ιρλανδία.

on stage

Στο «Moonchild» χώνεται η αστυνομία και γίνεται της μουρλής εκεί μέσα. Ο Ψηλός βρήκε ευκαιρία και άρχιζει τον Τζίμη τον καρεκλά στις κουτουλιές. Ο Διονυσάκης είχε χεστεί απάνω του. Τσαμπουκάδες χοντροί και ξύλο με την αστυνομία. Λέγαμε αυτό ήταν δε θα την βγάλουμε τη βραδιά.

Αλλά θα πεθαίναμε ευτυχισμένοι, τη νύχτα που έπαιζε live ο Rory.

Φέρελπις επιστήμων θεωρητικών σπουδών εγώ προσπαθούσα να βρω διέξοδο μέσα σε όλο τον χαμό. Τράβαγα τον Χοντρό από τον γιακά λες και ήτανε μωρό. Μέσα στην τρέλα με ρώτησε με περίσσιο θράσος «Εμείς δε θα χτυπηθούμε;». Του φώναζα εγώ «τι να χτυπηθούμε ρε μαλάκα, εμείς έχουμε να παίξουμε ξύλο από το δημοτικό»!

efimerides

Όταν φτάσαμε έξω από το σπίτι μου στην Πλατεία βρωμοκοπάγαμε καπνό, ιδρώτα και δακρυγόνο. Ροκάδες τρομαγμένοι αλλά ευτυχισμένοι ροκάδες. Άναψα τότε τσιγάρο, ήμουν σίγουρος που αυτό που έζησα δε θα το ξεχνούσα ποτέ στη ζωή μου. Ξεφύσηξα ευτυχισμένος και μουρμούρισα το «Millions Miles Away» καθώς σκεφτόμουν τον κολλητό μου, τον Νίκο τον Ψηλό να παίζει μάπες και κυνηγητό με τα ΜΑΤ γιατί τον είχε χωρίσει το Μαρινάκι.

υγ: Ένας μυθοπλαστικός ελάχιστος φόρος τιμής στον πιο τίμιο ροκ ήρωα των εφηβικών μου χρόνων· τον Rory, τον Ιρλανδό με το καρό πουκάμισο που έκανε την κιθάρα να κλαίει, να γελάει και να ουρλιάζει την ίδια στιγμή.

Ακολούθησε τον Γιώργο Ρομπόλα στο Facebook



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved