Το La La Land δεν είναι σαχλά-λα-λαντ

Κι όμως, ένα μιούζικαλ μπορεί να μιλήσει για τη ζωή σου.

Η εναρκτήρια σεκάνς του «La La Land» με το «Another Day of Sun» είναι από αυτές που δεν ξεχνάς εύκολα. Ήταν μία δήλωση του ίδιο του σκηνοθέτη, του Ντάμιεν Σάζελ, που μας είχε χαρίσει στο παρελθόν το ντελιριακό «Whiplash»: τώρα θα κάνω ένα μιούζικαλ, αλλά με το δικό  μου τρόπο.

Αυτή είναι η καλύτερη δυνατή υπόσχεση που μπορείς να λάβεις στα πρώτα πέντε λεπτά ενός μιούζικαλ, ενός είδους παρεξηγημένου που πολλοί άνδρες –και μάλλον δίκαια- το αποφεύγουμε. Όπως φαίνεται, εκείνες οι κινηματογραφικά αχρείαστες μουσικές σφήνες σε κάθε μα κάθε ταινία της Φίνος Φιλμ έχουν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα στην ψυχούλα μας.

Δυστυχώς, ήταν μια υπόσχεση που δεν τηρήθηκε. Αν ο Σάζελ διακρίνεται για κάτι, αυτό είναι ο σφιχτός ρυθμός και το δουλεμένο μοντάζ. Στο «La La Land» ώρες-ώρες στριφογυρνάς άβολα στη θέση σου, άσχημα άβολα. Επίσης, σε κομβικές στιγμές λείπει το τσαγανό, ειδικά από τον Γκόσλινγκ. Η σκηνή με το δείπνο γενεθλίων θα μπορούσε να απογειώσει την ταινία, όμως τελικά έμοιαζε με ένα ξέπνοο φύσημα στα κεράκια μιας τούρτας που κανείς δεν ζήτησε και κανείς δεν ήθελε να δοκιμάσει.

 

 

Όλα αυτά διαδραματίζονται σε ένα άρτιο αισθητικά περιβάλλον, όπου έχει προσεχθεί κάθε πλάνο, κάθε απόχρωση, κάθε κοστούμι, κάθε αντικείμενο. Πόσο κρίμα όμως που σε αυτόν τον κόσμο κυκλοφορούν χάρτινοι χαρακτήρες. Το γεγονός ότι κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα για το Σενάριο είναι η πιο τρανή απόδειξη για το τρομακτικό και αδηφάγο hype που έχει αυτή τη στιγμή η ταινία.

Παρόλα αυτά, το «La La Land» είναι μια πολύ καλή ταινία. Ναι, μπορεί να φαίνεται ότι αναιρώ τον ίδιο μου τον εαυτό μέσα σε 10 γραμμές, αλλά άσε με λίγο να εξηγήσω. Η ιστορία του είναι μια ψιλοσυρραφή κλισέ, ωστόσο δεν παύει να χάνει τη συνάφεια της με το σήμερα, ενώ διαθέτει έναν ρομαντισμό που δεν σε κάνει να τρέξεις για νερό προκειμένου να μην λιγωθείς, και μια feelgood διάθεση απόλυτα συμβατή με το 2017. O Σάζελ το ξέρει και φροντίζει να δώσει τις απαραίτητες δόσεις κυνισμού με το φινάλε της ταινίας και με μια σκηνή που –υποθέτω ότι- θα ψοφούσε να είχε γυρίσει ο Παπακαλιάτης.

Η  ιστορία του «La La Land» είναι  από αυτές που συμβαίνουν δίπλα σου. Ναι, προφανώς, οι δικοί σου φίλοι (μάλλον) δεν θα γίνουν σταρ στο Χόλιγουντ ή δημοφιλείς μουσικοί, παρόλα αυτά πόσες σχέσεις ξέρεις που δεν προχώρησαν επειδή κάποιος από τους δύο έπρεπε να φύγει μακριά για μια δουλειά;

Πόσους φίλους δεν έχεις δει να είναι «Δον Κιχώτες», να κυνηγάνε την δική τους Ουτοπία, αλλά τελικά να τρώνε μια τόσο δυνατή σφαλιάρα από την πραγματικότητα και να αναγκάζονται να αναθεωρήσουν, αφήνοντας στην άκρη όνειρα και σχέδια; Πόσες φορές εσύ ο ίδιος δεν έχεις φτάσει στο σημείο που θες να τα παρατήσεις, να λες πιο κάτω δεν έχει, και εκείνη τη στιγμή να βρίσκεται κάπως και να σε κρατάει όρθιο μέσα στο παιχνίδι;

Μεταξύ μας, πόσες φορές δεν έχεις σκεφτεί να κάνεις αυτό που ήθελε να κάνει ο Γκόσλινγκ, να στήσεις από το μηδέν κάτι δικό σου, όπως ακριβώς το θες, και να αφοσιωθείς σε αυτό με όλο σου το είναι, όμως πάντα το αναβάλλεις γιατί, ξέρεις, οι λογαριασμοί τρέχουν και δεν είναι καιρός για ρίσκα; Πόσες φορές δεν έχεις πιστέψει ότι μόνο με τον ενθουσιασμό σου θα την κάνεις να μείνει (και εκείνη φροντίζει να σε γειώνει στην πραγματικότητα);

Αν και δεν μπόρεσε να σταθεί επάξια δίπλα στη Στόουν, ο Γκόσλινγκ υποδύεται ένα χαρακτήρα που παρά τη διάφανη φύση του, μπορείς κάπως να τον καταλάβεις. Πράγμα σπάνιο για μιούζικαλ, όπου οι ανδρικοί ρόλοι κρίνονταν μόνο από τα ρούχα ους και το πόσο ωραία χορεύουν.

Ο Γκόσλινγκ δεν το παίζει δανδής –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ταινία υστερεί σε αυτό το σημαντικό για το είδος τομέα- και καταφέρνει να βάλει το χαρακτήρα του Sebastian κοντά σε εκείνους του Joe Giddeon («All that Jazz») και του Guido Contini («Nine»), δηλαδή κοντά στους πρωταγωνιστές δύο musical που μιλουν στην καρδιά και το μυαλό κάθε άνδρα.

Ανεξαρτήτως αν σαρώσει στα Όσκαρ (μάλλον θα το κάνει αφού είναι καμωμένο από υλικά που η Ακαδημία λατρεύει, καθώς μιλά για το σινεμά, τους ηθοποιούς και εξυψώνει το μεταπολεμικό Χόλιγουντ), και παρά τις αδυναμίες του, είναι μια ταινία που έχει το ρομαντισμό που επιτρέπεις στον εαυτό σου και τον κυνισμό που μπορείς να αντέξεις. Σήμερα. Το 2017. Κα κάπως έτσι, ακούγοντας το «City of Stars», θα ορκιζόσουν ότι αν μπορούσες να γράψει το soundtrack της καθημερινότητας σου, θα ακουγόταν σαν αυτό.



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved