Σλιβοβίτσα: Το χειρότερο hangover της ζωής σου προστατεύεται πλέον από την UNESCO

Η σερβική εκδοχή του αγαπημένου ποτού της Ανατολικής Ευρώπης, είναι πλέον κομμάτι της Παγκόσμιας Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς  και πολύ άργησε να γίνει.

Όποιος έχει επισκεφτεί μια οποιαδήποτε χώρα της Ανατολικής Ευρώπης κι έχει προσπαθήσει έστω και για λίγο να το ζήσει like a local, δεν υπάρχει περίπτωση να μην λάβει το βάπτισμα του πυρός που περιλαμβάνει την κατανάλωση κάποιου τοπικού αλκοολούχου. Οι περισσότεροι Έλληνες πάνε με τον αέρα της εμπειρίας του τσίπουρου/τσικουδιά που θεωρητικά τους έχει πιο προετοιμασμένους σε σχέση με τους πιο μαλθακούς Δυτικοευρωπαίους. 

Η νεοελληνική υπεροψία συνήθως συντρίβεται με παταγώδη και εντυπωσιακό τρόπο, αν και το κενό μνήμης που ακολουθεί συνήθως καλύπτει με ένα πέπλο μυστηρίου τις περισσότερες λεπτομέρειες. Το πλήθος των παραδοσιακών ποτών σε Βαλκάνια και Αν. Ευρώπη είναι πραγματικά αδύνατο να προσδιοριστεί ακριβώς. Σε γενικές γραμμές κάθε πόλη και χωριό έχει το το δικό του απόσταγμα και παρά τις όποιες γεωγραφικές διαφορές, είναι όλα σχεδόν διαυγή και μπορούν να παραχθούν αποστάζοντας ότι λαχανικό ή φρούτο υπάρχει σε περίσσεια. 

 

 

Διεθνώς είναι περισσότερο γνωστό ως slivovitz, αλλά ανάλογα με τη χώρα μπορεί να ακούσει στο όνομα σλιβόβιτσα, σλιβόβιτζα, σλιβόβιτσε, σλιβόβκα και γενικά σλιβ-κάτι. Ως πρώτη ύλη απόσταξης είναι το δαμάσκηνο και παράγεται από τη Σερβία μέχρι την Πολωνία. Σε αυτό οφείλει και το σχεδόν κοινό όνομά του ανα τις σλαβόφωνες χώρες μιας και σλίβα είναι το δαμάσκηνο στα σερβοκρόατικα και αντίστοιχα παρόμοια ονομασία έχει και στην υπόλοιπή Ανατολική Ευρώπη. Η παράδοση αναφέρει πως το slivovitz ξεκίνησε ως μέθοδος αξιοποίησης των πολύ ώριμων δαμάσκηνων που δεν προλάβαιναν να φαγωθούν, σε εποχές που η καταπολέμηση του food waste ήταν κάτι παραπάνω από μόδα. 

Πολύ ώριμα δαμάσκηνα πατιούνται μαζί με μερικά σπασμένα κουκούτσια και αφήνονται να ζυμωθούν για λίγες μέρες και στη συνέχεια ο χυμός τους περνάει από απόσταξη. Τώρα το απόσταγμα μπορεί να καταναλωθεί και φρέσκο σαν moonshine, αλλά μπορεί και να υποστεί παλαίωση σε ξύλινα βαρέλια. Τα περισσότερα sliv του εμπορίου, όπως είναι το υποκοριστικό τους παλαιώνουν για 2 ως 10 χρόνια σε μια προσπάθεια να αποκτήσουν ένα πιο περίπλοκο κι ενδιαφερον προφίλ. Τα πολύ παλιά αποστάγματα αποκτούν χρώμα παρόμοιο με αυτό των brandy, αλλά δεν είναι τόσο αγαπητά στους πολύ φανατικούς του slivovitz που προτιμούν τη διαπεραστική κάψα ενός φρέσκου μπουκαλιού.

 

 

Οι πιουρίστες υποστηρίζουν ότι τα καλύτερα slivovitz είναι τα small batch που αποστάζονται σε σπίτια αν και οι μη-connoisseur του είδους αδυνατούν να αντιληφθούν τις μικροδιαφορές των sliv. Γενικά όσο πιο παλιό είναι το απόσταγμα τόσο λιγότερο σου τρυπάει τα ρουθούνια το αλκοόλ και τόσο πιο έντονη είναι η οσμή και η γεύση του δαμάσκηνου που δεν χάνεται ποτέ.

 

 

Επειδή πολλά slivovitz, ειδικά τα σπιτικά, ξεπερνούν το 60% αλκοόλ κάποιοι τα αραιώνουν με χυμούς και νερό για ένα πιο γλυκόπιοτο longdrink. Επίσης αναμιγνύεται με κρασί και άλλα υλικά για ένα πιο σλάβικο gluhwein. Για τους πιο πρακτικούς το slivovitz είναι το καλύτερο υποκατάστατο του brandy για τα γλυκά, καλύτερο κι από brandy για πολλούς, αφού το άρωμα και η γεύση του δαμάσκηνου ταιριάζει ιδανικά σε κάποιο κέικ.

Η γεύση του σαν ποτό δεν είναι για τους περισσότερους ουρανίσκους. Εντάξει, για κάποιους ερασμίτες που ζουν το μετασοσιαλιστικό τους όνειρο για λίγους μήνες μέσα στη στυλιζαρισμένη μπρουταλιστική δυστοπία, αλλά είναι ένα δύσκολο ποτό. Στην Αμερική, και πιο συγκεκριμένα στη Νέα Υόρκη, είναι γνωστό ως συστατικό γλυκών και όσοι το πίνουν είναι κυριώς απόγονοι των Εβραίων μεταναστών από την Πολωνία και τη Λιθουανία και είναι ο δικός τους συνδετικός κρίκος με τις οικογενειακές τους ρίζες. 

 

 

Το ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη ζαχαροπλαστική είναι και ο κυριότερος λόγος για να αγοράσει κάποιος για δοκιμή αν το πετύχει κάπου. Αν θέλει κάποιος ένα σφηνάκι για να θυμηθεί τα φοιτητικά του χρόνια είναι καλό, το υπόλοιπο θα φτιάξει ένα εξαιρετικό κέικ. 



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved